Αυτό το συναντάμε σε δίγλωσσες /πολύγλωσσες οικογένειες. Για παράδειγμα γονείς διαφορετικής εθνικότητας που μιλούν δύο διαφορετικές γλώσσες ( ή ακόμα και τρείς , όταν δεν γνωρίζει ο ένας την γλώσσα του άλλου και συνομιλούν σε μια τρίτη π.χ. Αγγλικά). Άλλη μορφή δίγλωσσης οικογένειας είναι όταν ένα μέλος της είναι κωφό. Στην περίπτωση αυτή τα υπόλοιπα μέλη χρησιμοποιούν και μια δεύτερη γλώσσα μέσα στην οικογένεια, την νοηματική.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις δίγλωσσων κοινωνικών ομάδων που στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναγκάστηκαν (λόγω διαφόρων κοινωνικών καταστάσεων ) να μάθουν δυο γλώσσες παράλληλα ή ετεροχρονισμένα χρησιμοποιώντας την μητρική μόνο στον οικογενειακό και τον στενό κοινωνικό περίγυρο.
Τι συμβαίνει λοιπόν όταν το παιδί , λόγο κάποιων ειδικών συνθηκών , ακούει ( ή και βλέπει στην περίπτωση των νοηματικών γλωσσών) παραπάνω από μία γλώσσα ; Θα τις κατακτήσει και τις δύο ως μητρικές ; μήπως αντιμετωπίσει δυσκολίες στην εκμάθηση τους ;
Παλαιότερες έρευνες θεωρούσαν ότι η εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας γινόταν σε βάρος άλλων δραστηριοτήτων (μαθηματικά , λογική σκέψη). Πιο πρόσφατες όμως έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που εκτίθενται σε δυο γλώσσες κατά τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής τους, έχουν πάρα πολλές πιθανότητες να τις μιλούν εξίσου καλά και τις δυο. Παράλληλα υποστηρίζουν ότι η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στις γλώσσες αποτελεί εξάσκηση για τη νοημοσύνη του παιδιού.
Ο σύλλογος Λογοπεδικών του Ηνωμένου Βασιλείου δηλώνει ότι η διγλωσσία από μόνη της δεν είναι διαταραχή , είναι προτέρημα ( 2006 ).
Υπάρχουν όμως και δίγλωσσα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγου ή άλλου τύπου δυσκολίες (π.χ. προβλήματα συμπεριφοράς ). Σε αυτές τις περιπτώσεις η διγλωσσία δεν είναι η βασική αιτία δημιουργίας αυτών των προβλημάτων. Υπάρχουν παράλληλα και άλλοι παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Η γλώσσα, εκτός των άλλων, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στην διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Είναι το μέσο με το οποίο μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε με τους άλλους , να εκφράσουμε τα συναισθήματα μας , να μοιραστούμε σκέψεις και ιδέες .Η μητρική γλώσσα είναι αυτή που υποδέχεται το παιδί στον κόσμο. Εκφράζει κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητα του ατόμου αλλά και της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Η ανάπτυξη και η χρήση κάθε γλώσσας διαμορφώνεται από την ιστορική δραστηριότητα του κάθε πολιτισμού. Διαφορετικές γλώσσες εκφράζουν και διαφορετικούς πολιτισμούς.
Ένα παιδί που μεγαλώνει σε δίγλωσσο περιβάλλον βιώνει μια κατάσταση όπου συνυπάρχουν στοιχεία από διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς τα οποία καλείται να κατανοήσει και να αφομοιώσει.
Κάποιες φορές , ιδίως όταν η γλώσσα και ο πολιτισμός με τα οποία ταυτίζεται το δίγλωσσο άτομο έχουν χαμηλό κύρος στην κοινωνία που ζει , η διγλωσσία θεωρείται μειονέκτημα και προκαλεί κοινωνικό στιγματισμό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί να δημιουργηθεί ένα κλίμα υποτίμησης και «απαγόρευσης» της ομιλίας της μητρικής γλώσσας σε κάποιες οικογένειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διγλωσσία μπορεί να μετατραπεί σε προβληματική κατάσταση μέσα στην οικογένεια. Με δεδομένο ότι η μητρική γλώσσα λειτουργεί ως θεμέλιο για την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας, ο αποκλεισμός της μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα διαταραχές σε γνωστικό , συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο.
Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτή η πολυπλοκότητα των δυσκολιών που είναι πιθανό να αντιμετωπίσει ένα παιδί που ζει και μεγαλώνει σε δίγλωσσο περιβάλλον. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι θεμιτό να ζητηθεί βοήθεια κάποιου ειδικού, ο οποίος θα μπορέσει να αξιολογήσει την κατάσταση και να προσφέρει την απαραίτητη βοήθεια.
Να μεγαλώνει κανείς κατακτώντας δυο γλώσσες χωρίς ιδιαίτερο κόπο , είναι ένα ανεκτίμητο προνόμιο και σε καμιά περίπτωση δεν είναι διαταραχή. Σημαντικός είναι ο ρόλος της κοινωνίας που θα κληθεί να εντάξει στους κόλπους της το δίγλωσσο άτομο, μιας κοινωνίας έτοιμης να αποδεχτεί την γλώσσα του άλλου.
Στάθης Καλός - Λογοπεδικός Msc






